συνεπιλαμβάνω

συνεπιλαμβάνω
ΜΑ [ἐπιλαμβάνω]
(ενεργ. και μέσ.) μετέχω μαζί με άλλους σε κάτι, συμμετέχω (α. «εἰ τι δύναιτο... καὶ ἔργῳ ξυνεπιλαμβάνειν αὐτοῑς», Θουκ.
β. «συνεπελάβετο... τοῡ... πολέμου», Ηρόδ.)
αρχ.
1. περιτυλίγω επί πλέον («συνεπιλαμβάνειν τι τοῡ περὶ τὴν διάρθρωσιν συνδέσμου», Γαλ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) βοηθώ και εγώ σε κάτι (α. «καί που καὶ νάπαι... καὶ αὗται ξυνεπελάμβανον», Αρρ.
β. «θεὸς αὐτοῑς συνεπελάβετο τῆς σωτηρίας», Πολ.)
3. μέσ. συνεπιλαμβάνομαι
λαμβάνω επίσης υπ' όψιν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνεπιλαμβάνω — συνεπιλαμβάνομαι pres subj act 1st sg συνεπιλαμβάνομαι pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”