- συνεπιλαμβάνω
- ΜΑ [ἐπιλαμβάνω](ενεργ. και μέσ.) μετέχω μαζί με άλλους σε κάτι, συμμετέχω (α. «εἰ τι δύναιτο... καὶ ἔργῳ ξυνεπιλαμβάνειν αὐτοῑς», Θουκ.β. «συνεπελάβετο... τοῡ... πολέμου», Ηρόδ.)αρχ.1. περιτυλίγω επί πλέον («συνεπιλαμβάνειν τι τοῡ περὶ τὴν διάρθρωσιν συνδέσμου», Γαλ.)2. (ενεργ. και μέσ.) βοηθώ και εγώ σε κάτι (α. «καί που καὶ νάπαι... καὶ αὗται ξυνεπελάμβανον», Αρρ.β. «θεὸς αὐτοῑς συνεπελάβετο τῆς σωτηρίας», Πολ.)3. μέσ. συνεπιλαμβάνομαιλαμβάνω επίσης υπ' όψιν.
Dictionary of Greek. 2013.